- χαριστής
- ο, Ν [χαρίζω, -ομαι]1. δωρητής2. παροιμ. «ο χαριστής επέθανε και ο γιος του πάει στην Πόλη» — δηλώνει ότι ο καιρός τών δωρεών έχει περάσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαριστής — ο 1. αυτός που χαρίζει, δωρητής. 2. φρ., «Ο χαριστής απέθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη», πέρασε η εποχή των δωρεών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρίστιος — ον, Α 1. χαριστήριος* 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίστια οικογενειακή γιορτή στους Ρωμαίους, τελούμενη στις 20 Φεβρουαρίου, κατά την οποία εξομαλύνονταν οι οικογενειακές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου τ.… … Dictionary of Greek